Οι αδενοειδείς εκβλαστήσεις ή κοινώς «κρεατάκια» αποτελούν μικροσκοπικά τμήματα από λεμφικό ιστό που εντοπίζονται στο ρινοφάρυγγα, στο πάνω τμήμα της μύτης. Ρόλος τους είναι να παρέχουν προστασία στο ανοσοποιητικό σύστημα, παρέχοντας άμυνα απέναντι σε επιζήμιους εξωτερικούς παράγοντες όπως είναι οι ιοί και τα βακτήρια. Κατά συνέπεια, καταπολεμούν πλήθος λοιμώξεων, ενθαρρύνοντας την παραγωγή αντισωμάτων του οργανισμού. Παρά την ευεργετική τους δράση, η αφαίρεση αδενοειδών εκβλαστήσεων προτείνεται σε περίπτωση που ασκούν εμπόδια στην καθημερινότητα του ατόμου.
Υπερτροφία αδενοειδών εκβλαστήσεων: Τι προκαλεί
Το μέγεθος των αδενοειδών εκβλαστήσεων είναι πιο αυξημένο κατά την παιδική ηλικία. Έπειτα, παρουσιάζουν προοδευτική συρρίκνωση μετά την ηλικία των 5 ετών και τελικά εξαφανίζονται στην περίοδο της εφηβείας. Όταν ωστόσο αυτά αυξάνονται σε μέγεθος, αποφράσσουν τόσο τη ρινική κοιλότητα, όσο και τη σάλπιγγα που αποτελεί ένωση της μύτης με την ωτική κοιλότητα.
Η διόγκωση αυτή, κατά την οποία παρουσιάζονται υπερτροφικά κρεατάκια, παρεμποδίζουν την ομαλή ροή του αέρα στη μύτη, αποσυντονίζοντας τη λειτουργία της αναπνοής. Αυτό οδηγεί σε ρινική απόφραξη, μια πάθηση που προκαλεί έντονο ροχαλητό, αλλά και υπνική άπνοια, ένα φαινόμενο κατά το οποίο η αναπνοή σταματά για σύντομο χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του ύπνου, γεγονός που προκαλεί δυσάρεστα συμπτώματα και είναι μάλιστα απειλητικό για τη ζωή. Παράλληλα, οι υπερτροφικές αδενοειδείς εκβλαστήσεις ενδέχεται να μεταβάλουν τη χροιά της φωνής, καθώς ο ασθενείς τείνει να αναπνέει από το στόμα και να αποκτά ένρινη φωνή.
Άλλα ζητήματα που μπορεί να προκαλέσει η συγκεκριμένη πάθηση είναι η επιρροή του σχήματος της γνάθου, καθώς οι υπερτροφικές αδενοειδείς εκβλαστήσεις εμποδίζουν την ορθή σύγκλειση των δοντιών και δημιουργούν ορθοδοντικά προβλήματα. Η διαμόρφωση αδενοειδούς “προσωπείου” αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της πάθησης. Παράλληλα, είναι υπεύθυνη για την πρόκληση ωτίτιδας, καθώς ενδέχεται να συλλεγεί υγρό στην περιοχή του αυτιού. Η εμφάνιση φλεγμονών όπως η φαρυγγίτιδα και η αδενοειδίτιδα είναι πιο συχνή σε άτομα που διαθέτουν υπερτροφικές αδενοειδείς εκβλαστήσεις.
Αδενοτομή: Πότε ενδείκνυται
Η χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση των αδενοειδών εκβλαστήσεων ονομάζεται αδενοτομή και είναι σημαντικό να διενεργείται σε περιπτώσεις που τα συμπτώματα προκαλούν σημαντικούς περιορισμούς στην καθημερινότητα των παιδιών και εγκυμονούν κινδύνους για την υγεία τους. Σε πρώτο στάδιο ακολουθείται συντηρητικό θεραπευτικό πλάνο σε συνδυασμό με παρακολούθηση του ασθενούς. Η επέμβαση αυτή πραγματοποιείται στην πλειοψηφία της σε ασθενείς κατά την παιδική ηλικία, ωστόσο κι ενήλικες μπορούν να υποβληθούν σε αυτή αν οι αδενοειδείς εκβλαστήσεις τους προκαλούν προβλήματα ή έχουν καθυστερήσει αρκετά χρόνια την αφαίρεσή τους.
Αφαίρεση αδενοειδών εκβλαστήσεων: Διαδικασία επέμβασης
Η αφαίρεση των αδενοειδών εκβλαστήσεων διενεργείται με τη χορήγηση γενικής αναισθησίας. Ο χειρουργός προβαίνει σε έλεγχο των αδενοειδών εκβλαστήσεων και στη συνέχεια στην προσεκτική αφαίρεσή τους με ειδικά διαμορφωμένα εργαλεία. Η Χειρουργός ΩΡΛ στην Αργυρούπολη Δρ. Όλγα Παπαδοπούλου πραγματοποιεί τη συγκεκριμένη επέμβαση με τη χρήση παραδοσιακών εργαλείων και εφαρμογής διαθερμίας, είτε με την αξιοποίηση εύκαμπτου ενδοσκοπίου, αλλά και με μη επεμβατικές, αναίμακτες τεχνικές όπως αυτή του coblation. Η επέμβαση ενδέχεται να συνδυαστεί και με αμυγδαλεκτομή, δηλαδή αφαίρεση των αμυγδαλών, σε περίπτωση που αυτές παρουσιάζουν υπερτροφία. Οι δύο αυτές επεμβάσεις μπορούν να πραγματοποιηθούν ταυτοχρόνως, ενώ αν ο ασθενής παρουσιάζει ωτίτιδα που συνοδεύεται από εκροή υγρού, τότε μπορεί να διενεργηθεί και μυριγγοτομή, κατά την οποία απομακρύνεται το υγρό από το αφτί.
Μετεγχειρητικές συμβουλές μετά από αφαίρεση αδενοειδών εκβλαστήσεων
Η επέμβαση για την αφαίρεση των αδενοειδών εκβλαστήσεων διαρκεί περίπου μία ώρα. Ο ασθενής λαμβάνει εξιτήριο την ίδια μέρα, ενώ ο μετεγχειρητικός πόνος είναι εύκολα διαχειρίσιμος με χορήγηση αναλγητικών φαρμάκων. Παράλληλα, χορηγούνται αντιβιοτικά φάρμακα για την αποφυγή εκδήλωσης μόλυνσης. Σκληρά και υπερβολικά καυτερά τρόφιμα είναι σημαντικό να αποφεύγονται, ενώ συστήνεται ειδική διατροφή προκειμένου να μην προκληθούν ερεθισμοί στην πάσχουσα περιοχή. Συστήνεται η κατανάλωση αρκετών υγρών και η ανάπαυση. Οι ασθενείς επιστρέφουν στις καθημερινές τους δραστηριότητες μετά την πάροδο 5 έως 7 ημερών.