παραρρινοκολπίτιδα

Η ρινική καταρροή και η συμφόρηση είναι άκρως ενοχλητικές από μόνες τους, πόσο μάλλον όταν επιμένουν για αρκετό καιρό. Εάν ωστόσο η σύσταση της βλέννης έχει καταστεί πιο παχύρρευστη και έχει κιτρινωπή ή πρασινωπή χροιά και η ρινική απόφραξη δεν υποχωρεί αλλά αντιθέτως επιδεινώνεται, τότε μάλλον το πρόβλημα είναι πιο σύνθετο. Σε αυτή την περίπτωση, ο κύριος ένοχος πιθανότατα δεν είναι άλλος από την παραρρινοκολπίτιδα.

Τι είναι η παραρρινοκολπίτιδα;

Η παραρρινοκολπίτιδα είναι μια κοινή φλεγμονώδης πάθηση που εκδηλώνεται στους παραρρίνιους κόλπους (μετωπιαίοι κόλποι, ιγμόρεια, ηθμοειδείς κυψέλες και σφηνοειδείς κόλποι). Οι κόλποι αυτοί είναι αεροφόρες κοιλότητες γύρω από τη μύτη και το μέτωπο, οι οποίες διατηρούν την επικοινωνία με τη ρινική κοιλότητα διαμέσου των πόρων τους. Οι παραρρίνιοι κόλποι διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση της αναπνοής, την αντήχηση της φωνής και την παγίδευση σωματιδίων από τον αέρα. Η φλεγμονή σε αυτούς βέβαια δεν ξεκινά από την περιοχή των παραρρίνιων κόλπων, αλλά από μια «αθώα» φλεγμονή της ρινικής κοιλότητας λόγω ενός απλού κρυολογήματος, η οποία στη συνέχεια εξαπλώνεται. Εάν εμφανιστεί παραρρινοκολπίτιδα, τότε οι παραρρίνιοι κόλποι γεμίζουν βλέννη και πύον καθώς αναπτύσσονται παθογόνοι μικροοργανισμοί, γεγονός που δυσκολεύει σε έντονο βαθμό την παροχέτευσή τους στη ρινική κοιλότητα μέσω των πόρων. Η παραρρινοκολπίτιδα μπορεί να εμφανιστεί ως οξεία, υποξεία ή χρόνια νόσος, με σημαντική διακύμανση στη σοβαρότητα και τη διάρκεια των συμπτωμάτων.

Αιτίες παραρρινοκολπίτιδας

Η παραρρινοκολπίτιδα προκαλείται όταν οι παραρρίνιοι κόλποι γεμίζουν με βλέννη, γεγονός που δυσκολεύει τη φυσιολογική παροχέτευσή τους και κατά συνέπεια προκαλεί φλεγμονή. Οι συνηθέστερες αιτίες είναι:

  • Ιογενείς λοιμώξεις, όπως το κοινό κρυολόγημα. Οι ιογενείς λοιμώξεις προκαλούν διόγκωση της βλεννογόνου της μύτης, με αποτέλεσμα την απόφραξη των πόρων των κόλπων.
  • Βακτηριακές λοιμώξεις, οι οποίες συνήθως αναπτύσσονται ως επιπλοκή μιας αρχικής ιογενούς λοίμωξης. Τα πιο κοινά βακτήρια είναι ο Streptococcus pneumoniae και ο Haemophilus influenzae.
  • Μυκητιασικές λοιμώξεις ιδίως σε ανοσοκατεσταλμένα άτομα ή σε περιοχές με υψηλή υγρασία.
  • Αλλεργικές αντιδράσεις, όπως αυτές που προκαλούνται από τη γύρη ή τη σκόνη, μπορούν να οδηγήσουν σε χρόνια φλεγμονή της βλεννογόνου, αυξάνοντας τον κίνδυνο εμφάνισης παραρρινοκολπίτιδας.
  • Ανατομικά ζητήματα όπως η σκολίωση του ρινικού διαφράγματος, η υπερτροφία των ρινικών κογχών ή οι ρινικοί πολύποδες μπορούν να παρεμποδίσουν τη ροή του αέρα και τη φυσιολογική παροχέτευση της βλέννας.
  • Ερεθιστικοί παράγοντες όπως η ατμοσφαιρική ρύπανση, ο καπνός ή τυχόν χημικά ερεθιστικά που μπορούν να συμβάλουν στην ανάπτυξη της φλεγμονής.

Συμπτώματα που προκαλεί η παραρρινοκολπίτιδα

Τα συμπτώματα της πάθησης ποικίλλουν ανάλογα με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της φλεγμονής. Αν πρόκειται για οξεία παραρρινοκολπίτιδα, τότε εκδηλώνονται συμπτώματα που διαρκούν έως 4 εβδομάδες και περιλαμβάνουν πυκνές, κιτρινωπές ή πρασινωπές ρινικές εκκρίσεις, ρινική συμφόρηση, αίσθημα πίεσης στο πρόσωπο, πονοκέφαλο και μερική ή πλήρη απώλεια της όσφρησης. Ο πόνος μπορεί να εντοπίζεται γύρω από τα μάτια ή το μέτωπο, ενώ ταυτόχρονα εκδηλώνονται και πιο γενικευμένα συμπτώματα όπως κόπωση, ατονία και προβλήματα ύπνου. Η χρόνια παραρρινοκολπίτιδα από την άλλη πλευρά διαρκεί πάνω από 12 εβδομάδες και τα συμπτώματα περιλαμβάνουν χρόνια ρινική συμφόρηση, συνεχείς εκκρίσεις, επαναλαμβανόμενους πονοκεφάλους και αντίστοιχα μερική ή πλήρη απώλεια της όσφρησης. Και σε αυτή την περίπτωση ο ασθενής αισθάνεται κόπωση και ένα γενικό αίσθημα δυσφορίας. Αν εκδηλωθούν συμπτώματα όπως υψηλός πυρετός, σοβαρός πονοκέφαλος ή πρήξιμο γύρω από τα μάτια, τότε πιθανότατα έχουν εκδηλωθεί επιπλοκές οι οποίες απαιτούν άμεση ιατρική φροντίδα.

Επιπλοκές παραρρινοκολπίτιδας

Παρότι οι περισσότερες περιπτώσεις παραρρινοκολπίτιδας υποχωρούν από μόνες τους, οι σοβαρές λοιμώξεις μπορούν να οδηγήσουν σε επιπλοκές όπως:

  • Επέκταση της φλεγμονής στον εγκέφαλο, προκαλώντας μηνιγγίτιδα ή εγκεφαλικά αποστήματα.
  • Εξάπλωση της φλεγμονής στους περιοφθαλμικούς ιστούς, προκαλώντας οφθαλμικό οίδημα ή απώλεια όρασης.
  • Χρόνια παραρρινοκολπίτιδα εάν η αρχική οξεία φλεγμονή δεν αντιμετωπιστεί κατάλληλα.

Διάγνωση πάθησης

Η διάγνωση της παραρρινοκολπίτιδας καθίσταται εφικτή με βάση το ιστορικό του ασθενούς και την κλινική εξέταση. Ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να απαιτούν πρόσθετες εξετάσεις, στις οποίες συγκαταλέγεται η ενδοσκόπηση ρινός, η αξονική τομογραφία που συμβάλλει στη διάγνωση περίπλοκων περιπτώσεων ή στον προγραμματισμό χειρουργικής επέμβασης και τέλος η καλλιέργεια των εκκρίσεων με σκοπό την ταυτοποίηση του παθογόνου παράγοντα.

Μέτρα πρόληψης της πάθησης

Γενικά, είναι πολύ σημαντικό ο ασθενής να αναγνωρίσει έγκαιρα τα συμπτώματα και να αναζητήσει το συντομότερο δυνατό λύση στο πρόβλημα. Η έγκαιρη διάγνωση και έναρξη της θεραπευτικής αγωγής προτού η πάθηση λάβει χρόνια μορφή μπορεί να προλάβει αρκετές δυσμενείς καταστάσεις. Στα προληπτικά μέτρα συγκαταλέγονται επίσης:

  • Διατήρηση καλής υγιεινής και συχνές πλύσεις της μύτης.
  • Αποφυγή καπνίσματος και ερεθιστικών παραγόντων.
  • Διαχείριση αλλεργιών και χρόνιων παθήσεων.
  • Χειρουργική αντιμετώπιση ανατομικών ζητημάτων όπως η σκολίωση του ρινικού διαφράγματος, η υπερτροφία των ρινικών κογχών ή οι ρινικοί πολύποδες.

Επιλογές θεραπείας για την παραρρινοκολπίτιδα

Η θεραπεία εξαρτάται από τη φύση και τη χρονιότητα της φλεγμονής. Εάν πρόκειται για οξεία παραρρινοκολπίτιδα ιογενούς αιτιολογίας, τότε η θεραπεία περιλαμβάνει ρινικές πλύσεις με φυσιολογικό ορό, παυσίπονα και ρινικά κορτικοστεροειδή. Εάν ο αιτιολογικός παράγοντας είναι κάποιο βακτήριο, τότε συνιστάται η λήψη αντιβιοτικής αγωγής. Εάν ο ασθενής πάσχει από χρόνια παραρρινοκολπίτιδα, τότε προτείνεται ένας συνδυασμός ρινικών πλύσεων, κορτικοστεροειδών και αντιβιοτικών.

Σε χρόνιες ή περίπλοκες περιπτώσεις, όπου τα συντηρητικά μέτρα έχουν αποτύχει να δώσουν λύση στο πρόβλημα, η λειτουργική ενδοσκοπική επέμβαση παραρρινίων κόλπων (FESS) αποτελεί τη μέθοδο εκλογής. Η επέμβαση διενεργείται με τη χρήση ενδοσκοπίων τελευταίας τεχνολογίας, τα οποία επιτρέπουν τη βέλτιστη ορατότητα στην πάσχουσα περιοχή, διευκολύνοντας το οπτικό πεδίο σε περιοχές μικρής έκτασης στις οποίες η πρόσβαση ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Κατά την επέμβαση απομακρύνεται ο παραπλήσιος ιστός που παρεμποδίζει τη διέλευση του αέρα και η μολυσματική βλέννη, χωρίς εξωτερικές τομές και χωρίς να επηρεάζονται οι φυσιολογικές δομές της ρινικής κοιλότητας. Η Χειρουργός ΩΡΛ Δρ. Όλγα Παπαδοπούλου πραγματοποιεί τη συγκεκριμένη επέμβαση με τη μέγιστη δυνατή ασφάλεια και ακρίβεια, ώστε να ανακουφιστεί οριστικά ο ασθενής.